- ἐπήριτος
- ἐπ-ήριστος u. ἐπήριτος, bestritten, streitig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Ἐπήριτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Eperitvs — EPERĬTVS, i, Gr. Ἐπήριτος, ου, des Aphidas, Königs in Alybas, Sohn, für welchen sich Ulysses ehemals ansgab. Homer. Od. Ω. v. 305 … Gründliches mythologisches Lexikon
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… … Dictionary of Greek